ἐντεύξεις

ἐντεύξεις
ἔντευξις
lighting upon
fem nom/voc pl (attic epic)
ἔντευξις
lighting upon
fem nom/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • молитва — МОЛИТВ|А (>1500), Ы с. Молитва; молитвенное обращение: И не замьдли въздати молитвѹ въ врѣмѧ. (εὐχήν) Изб 1076, 178 об.; и даи б҃ъ ѥго мл҃твѹ вьсѣмъ хрьсти˫аномъ. ЕвМст до 1117, 213 (запись); ты господи молитвами твоѥю мѹченикѹ и врачю избави… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ευπερίκοπος — εὐπερίκοπος, ον και εὐπερίκοπτος, ον (Α) απλός, αυτός που δεν είναι τυπικός, που αποφεύγει τις μακρολογίες και τις τυπικές εκφράσεις («τὰς ἐντεύξεις εὐπερίκοπτος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί κοπος (< περι κόπτω), πρβλ. α περί κοπος] …   Dictionary of Greek

  • χρηματισμός — ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, ομαι] πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα μσν. 1. εποχή, χρονική περίοδος 2. προνόμιο αρχ. 1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων 2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”